Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Μόνο έλα.

Έλα. Χτύπα την πόρτα μου. Δε θα ξαφνιαστώ όταν σε δω και δε θα ρωτήσω τίποτα. Θα μου αρκεί που θα είσαι εδώ. Θα κάνω στην άκρη να περάσεις και θα σε ρωτήσω αν θέλεις να σου φτιάξω καφέ. Θα καθίσουμε στον καναπέ και θα με κοιτάζεις αμήχανος. Δε θα ξέρεις τι να μου πεις όπως δε θα ξέρεις ότι δε θα χρειάζεται να μου πεις τίποτα γιατί τα ξέρω ήδη όλα. «Δε θα πάω στο μάθημα σήμερα. Θα πάμε να περπατήσουμε.», θα σου πω. Θα βγούμε έξω, θα σου δείξω τη γειτονιά μου και μετά θα κατέβουμε προς το κέντρο για να σου δείξω την πόλη μου. Στην αρχή θα είναι παράξενα, θα σου είναι όλα άγνωστα: οι δρόμοι, οι άνθρωποι, εγώ. Θα κοιτάζεις γύρω σου σαν χαμένος κι εγώ θα σου χαμογελάω. Θα σου μιλάω για την ιστορία των δρόμων και θα σκέφτομαι ότι θέλω να σου μιλήσω για το τι έχω ζήσει εγώ σε κάθε γωνιά. Τι με δένει μαζί τους. Αλλά όχι, θα σκεφτώ ότι είναι ακόμη νωρίς. Στην Αριστοτέλους θα σου πιάσω το χέρι γιατί θα ξέρω ότι θέλεις να το κάνεις αλλά ντρέπεσαι. Θα χαλαρώσουμε και θα αρχίσουμε να λέμε αστεία. Κάποια στιγμή θα σε ρωτήσω: «Πόσο θα μείνεις;». «Αναλόγως», θα μου πεις. Θα σου χαμογελάσω. Θα περάσουμε μέσα από τη Μοδιάνο και το Καπάνι την ώρα που θα κλείνουν. Θέλω να σου δείξω τους αληθινούς ανθρώπους της πόλης. Θα κλέψω ένα λουλούδι και θα στο δώσω. Θα γυρίσουμε στο σπίτι και θα ακούσουμε μουσική στο πικάπ. Θα δεις τους δίσκους μου και θα σου χαρίσω όποιον θέλεις. Θα σε χαζεύω όταν θα κοιτάς τα βιβλία μου. Θα νιώθω ευτυχισμένη και θα χαμογελάω. «Τι είναι;», θα με ρωτήσεις. «Είναι κλισέ αλλά θα το πω.», θα σου πω. «Δεν ξέρεις πόσο καιρό ονειρευόμουνα αυτή τη σκηνή.» «Ξέρω.», θα μου πεις και θα με πείσεις ότι όντως ξέρεις. Θα μου ζητήσεις να σου μιλήσω για μένα αλλά αυτά που θα θέλω στην πραγματικότητα να σου πω θα τα κρατήσω για αργότερα. Γιατί θα φοβάμαι μη σε τρομάξω. Δε θα σου μιλήσω. Θα προτιμήσω να σου διαβάσω τα αγαπημένα μου ποιήματα. Θα σε ρωτήσω αν εσύ γράφεις. Και θα είμαι σίγουρη ότι θα μου πεις «ναι». Θα σου ζητήσω να μου διαβάσεις κάτι δικό σου. «Αργότερα», θα μου πεις και θα με φιλήσεις. Το πρώτο μας βράδυ δε θα κάνουμε έρωτα. Θα είναι σαν μια συμφωνία που κλείστηκε μυστικά. Θα με αφήσεις να κάνω αυτό που ονειρευόμουν τόσο καιρό. Να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου. Έτσι θα αρχίσει να συνηθίζει ο ένας τον άλλον. Δε θα σκεφτούμε ότι αυτό ίσως είναι κακό γιατί σε λίγες μέρες θα ξαναχωρίσουμε. Αλλά εξάλλου δε θα υπάρχει τίποτα εκτός από το παρόν. Θα κάνουμε έρωτα το επόμενο πρωί. Ο ήλιος έξω θα λάμπει. Ήθελα να είναι μέρα, δε σου πάει η νύχτα. Ούτε σε μένα πάει, νομίζω. Μετά θα βγούμε έξω. Θα πιούμε καφέ σε κάποιο καφενεδάκι στην Άνω Πόλη και το μεσημέρι θα πιούμε τσίπουρο με παππούδες που θα μας μιλάνε για τη ζωή τους. Αυτή θα είναι η αρχή της κοινής μας ζωής. Μπορεί και το τέλος μαζί. Θα δούμε. Έλα. Μόνο έλα. 

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Θύαμις.

Μερικές μέρες κυλάνε από πάνω μου σαν ρυάκι. Με ξεπλένουν, με δροσίζουν και μου δίνουν ζωή. Κάποιες άλλες έρχονται σαν χείμαρρος, με παρασέρνουν και με ρίχνουν στα βράχια. Όταν περνάνε είμαι ζωντανή αλλά γεμάτη γδαρσίματα και γρατζουνιές. Και χρειάζομαι δέκα μέρες σαν τις πρώτες για να επουλώσω τις πληγές. 

Οι μέρες πάντα θα έρχονται άλλοτε έτσι κι άλλοτε αλλιώς.
Αλλά Εσύ. Εσύ μπορείς.
Σε ικετεύω, απάλλαξέ με από τα βράχια σου.*

(*ξέρεις ότι δεν το εννοώ, έτσι; γιατί μετά τι; μη μ' αφήσεις μόνη)

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Ζωή.

Ο καφές το πρωί στο χωριό.
Η δροσιά. Το «Χρώμα» στο αυτοκίνητο. 
Το γάλα κακάο έξω από τα Γρεβενά.

Η Πάργα.
Η Αγίων Αναργύρων.
Η θέα από το μπαλκόνι.

Το σπίτι με τα πανέμορφα λουλούδια που το κάλυπταν ολόκληρο.
Η πρόθεσή μου να το φωτογραφήσω χωρίς να το κρύβουν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Η αποτυχία να το κάνω.

Η πρώτη βόλτα. Ο αποτυχημένος καφές.
Τα παιδιά που πουλούσαν κοχύλια.
Η Νεφέλη που πετούσε πέτρες στη θάλασσα.

Το γήπεδο που τελικά δεν ήταν πολύ μακριά.
Το φεγγάρι απέναντί μας που μας κρυφοκοίταζε πίσω από τα σύννεφα.

Τα κρουασάν σοκολάτας.
Η σκέψη να κολυμπήσω ως το νησάκι της Παναγίας που δεν πραγματοποίησα.
Η «Ρόζα» που έπαιζε στην ταβέρνα όταν πήγαμε.

Οι κουνημένες και αποτυχημένες φωτογραφίες στο Κάστρο.
Ο συνδυασμός μουσικής, τόπου και θέας το βράδυ.
Οι αφίσες στον τοίχο του μαγαζιού.

Η αδυναμία μου να διαβάσω έστω και μία σελίδα.
Η άρνηση δηλαδή να «ταξιδέψω» οπουδήποτε αλλού.
Για να μη χάσω έστω και μία στιγμή από το παρόν.

Ο πρώτος καλός καφές δίπλα στην άγκυρα.
Τα παιδιά που έπαιζαν στον Πόντε.
Τα χειροποίητα σαπούνια.

Η βουτιά στους Αντίπαξους.
Το καρπούζι.
Ο πιτσιρικάς του «Captain Hook» που δε μάθαμε πώς λένε.
Το κατάρτι.

Τα κόμικς που διαβάσαμε σε ένα παγκάκι στους Παξούς.
Το γαλάζιο σπίτι με τη μωβ μπουκαμβίλια.

Η πανσέληνος πάνω από το νησάκι της Παναγίας.
Το ταχυδρομείο.

Η πρωινή περιπλάνηση.
Ό,τι έγραψα στο ημερολόγιο ενώ καθόμουν στα βράχια.
Η μουσική που άκουσα κοιτώντας τη θάλασσα.

Το ανθοπωλείο.
Η αναζήτηση του Τουρκοπάζαρου.
Το «θρίλερ» στον Πόντε και η βαρκαρόλα του.

Ένα χτύπημα στην πόρτα στις 5:25 τα ξημερώματα.
Το βλέμμα που ανταλλάξαμε όταν έκλεισε η πόρτα.
Η μυρωδιά του καφέ.

Το μπαλκόνι.
Η Πάργα που κοιμάται.
Το κάτω μπαλκόνι.
Το φεγγάρι που δεν είχε δύσει.
Ο ήλιος που είχε αρχίσει να ανατέλλει.
Το τραγούδι που ψιθυρίζαμε.
Το τσιγάρο που έλειπε.
Κάτι ακόμη που έλειπε.

Ο αποχαιρετισμός.
Η υπόσχεση.
Μια αγκαλιά που δείλιασα να ζητήσω.

Ο θόρυβος της βαλίτσας στο πλακόστρωτο.
Τα γέλια στο λεωφορείο.
Ό,τι μάθαμε και ό,τι δε μάθαμε.

Το λεωφορείο στη διαδρομή Πρέβεζα-Θεσσαλονίκη.
Οι πρώτες θέσεις. Ο οδηγός. 
Πάλι το γάλα κακάο έξω από τα Γρεβενά.
Η Θεσσαλονίκη που πρώτη φορά λυπόμουν που έβλεπα. 

Και κυρίως, όλα αυτά που δε θα μπορέσω ποτέ να εκφράσω με λόγια.
Κερδισμένες μέρες αληθινής ζωής.

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Παραμιλητό.

"...βγάλε τα μαύρα σου γυαλιά να δω τη θάλασσα, άλλαξα μέτρα και σταθμά, καημό δεν άλλαξα..."

Όλο μου το «είναι» έχει πλημμυρίσει από έξι μέρες. Σα να μην υπήρξε τίποτα πριν και να μην πρόκειται να υπάρξει τίποτα από εδώ και πέρα. Τις σφίγγω αλλά ξεγλιστράνε και χάνονται. Και πώς να αναστήσεις κάτι που χάθηκε; Το μόνο που μου μένει είναι να θρηνώ τις στιγμές που άφησα να πάνε χαμένες επειδή φοβήθηκα. Φοβήθηκα και τώρα το πληρώνω με νοσταλγία, παραισθήσεις και όνειρα σκοτεινά, γεμάτα φθινόπωρο και σκόρπιες φωτογραφίες. Το πληρώνω με το να σε αναζητώ σε πρόσωπα αγνώστων, κι εκεί που νομίζω ότι σε βρίσκω, να σε χάνω όλο και περισσότερο. Καμία σημασία δεν έχει, θα μου πεις. Αλλά να, παρ’ όλο που ξέρω ότι οι άγγελοι δεν έχουν μορφή, είμαι άνθρωπος κι έχω τις αδυναμίες μου. Σου ζητώ συγγνώμη. Κι αναρωτιέμαι: αν αποφασίσω μια μέρα να σε ξεριζώσω από μέσα μου, θα μείνει τίποτα από μένα; Νιώθω τόσο ανάξια να μιλώ για σένα αλλά δεν το ελέγχω. Αν ένα εντελβάις μπορούσε να μου χαρίσει μία στιγμή δίπλα σου, θα γυρνούσα όλο τον κόσμο μαζεύοντας ως και τον τελευταίο ανθό. Δεν πειράζει όμως. Εξάλλου κάθε μέρα που περνάει είναι ένα βήμα προς εσένα. Παίρνω τις λέξεις σου και τις γεύομαι. Τις παίζω σαν καραμέλα στο στόμα μου. Πότε με γεμίζουν με γλύκα και πότε με πικραίνουν. Τις τεμαχίζω σε κάθε τους συνθετικό, ψάχνω κάθε πιθανό τους, κρυμμένο νόημα. Και πάλι νιώθω ανάξια. Ανάξια να το ανακαλύψω. Ταυτόχρονα όμως και τυχερή κι ευγνώμων που μιλώ την ίδια γλώσσα με σένα. Ή περίπου την ίδια. Είναι κι αυτοί οι παρελθοντικοί χρόνοι και κάτι λέξεις αδυσώπητες που δε σηκώνουν δεύτερη κουβέντα που δε μπόρεσα ακόμη να συνηθίσω. «Στη μνήμη». 

Σπατάλησα πολύ χρόνο ψάχνοντας τα μάτια σου στον ουρανό. Μα είναι δυνατόν να μην είχα καταλάβει πως μόνο η θάλασσα σου ταιριάζει;

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Τα τετελεσμένα.

Μικρή θύμωνα προσπαθώντας να ανατρέψω τα τετελεσμένα.
Θεωρούσα πως γίνεται. Σα να πίστευα ότι ο χρόνος μπορεί να γυρίσει πίσω.

Όπως σ’ εκείνα τα γενέθλιά μου. Αρχές δημοτικού ήταν, όμως η εικόνα παραμένει ολοζώντανη. Η Θωμαή έσπασε εκείνη τη μεγάλη σταχτοθήκη. Τραπουλόχαρτα είχε στο κέντρο της, θυμάμαι. Άρχισα να κλαίω και οι γονείς μου για να σταματήσω υποσχέθηκαν ότι θα μου έπαιρναν άλλη. Εγώ όμως δεν ήθελα άλλη, ήθελα να βρουν τρόπο να κολλήσουν αυτήν την ίδια. Δεν δεχόμουν το οριστικό της απώλειας, μου φαινόταν απάνθρωπο αυτό το «ποτέ ξανά».

Το ίδιο συνέβη και μ’ εκείνα τα τουβλάκια που χάρισαν χωρίς να με ρωτήσουν. Όταν τα έψαξα, απλώς έλειπαν. Δεν θυμάμαι να βίωσα πιο γνήσια οδύνη. Εκείνα ήθελα πίσω, όχι άλλα καινούργια.

Τα χρόνια πέρασαν και νόμιζα ότι μεγάλωσα. Ότι πλέον αποδέχτηκα τους κανόνες του παιχνιδιού έστω και μοιρολατρικά.

Μέχρι πριν λίγες μέρες.

Είχα ένα κοχύλι με μία μικρή τρύπα στην άκρη στην οποία ήθελα να περάσω σκοινάκι για να το κάνω μενταγιόν. Όταν πήγα να το περάσω, προσφέρθηκε να το κάνει η μαμά μου. Πήρε το σκοινάκι και χωρίς λόγο το κοχύλι έσπασε. Τελικά έφερε και πέρασε ένα άλλο. Δεν ήταν όμως το ίδιο. Εγώ ήθελα το πρώτο, το δικό μου.

Τότε ένιωσα εκείνον τον ξεχασμένο παιδικό σπαραγμό. Ξεκίνησε από το κοχύλι και εξαπλώθηκε σε οτιδήποτε αμετάκλητο. Βούλιαξα στην άβυσσο της αδικίας και της ματαιότητας. Και τώρα που μεγάλωσα, μου φάνηκε ακόμη πιο απάνθρωπο. Ένιωσα την απόγνωση εκείνη που σε παραλύει γιατί ξέρεις ότι όσο κι αν θυμώσεις, φωνάξεις ή κλάψεις, δεν αλλάζει τίποτα. Σαν το θάνατο.

Το ίδιο αισθάνθηκα και χθες. Ώστε λοιπόν δε μεγάλωσα;

Ακόμη θυμώνω και πονάω προσπαθώντας να ανατρέψω τα τετελεσμένα.
Λες και το πείσμα ήταν ποτέ σε θέση να κολλήσει τα θραύσματα.
Λες και ο έρωτας ήταν ποτέ σε θέση να αναστήσει το νεκρό σώμα.

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Ρώσικη ρουλέτα.

Αγαπώ τους ανθρώπους με εμμονές.

Γιατί γεύομαι τη μοναξιά τους. Και ξέρω πώς είναι αυτή η παραλίγο πτώση στην άβυσσο. Να γλιτώνεις ένα δευτερόλεπτο πριν τον οριστικό χαμό. Ένα δευτερόλεπτο πριν την τρέλα. Να ρισκάρεις ξανά και ξανά. Να ισορροπείς σε τεντωμένο σκοινί. Και να σ’ αρέσει. Ρώσικη ρουλέτα.

Τρομάζω με τη ζωή. Με τις άπειρες πιθανότητες που φέρνει μαζί της. Είμαστε όλοι παιχνίδια της. Ορίζουμε τις πιο ασήμαντες κι ανώδυνες παραμέτρους ίσα για να αυταπατόμαστε ότι έχουμε τον έλεγχο.

Τότε ήμουν εκεί. Μέσα στη μακαριότητα της άγνοιάς μου. Τα βήματά μου κανένα νόημα δεν είχαν. Περνούσαν με αναίδεια ξυστά δίπλα από εκείνα τα άλλα βήματα και δεν έδιναν καμία απολύτως σημασία. Πώς μπορούσαν να μαντέψουν άλλωστε; Εκείνα τα βήματα, τα άλλα, έχουν πλέον χαθεί. Για πάντα. Και τώρα τα δικά μου με οδηγούν πίσω να αναζητήσω ό,τι ίχνη έχουν αφήσει. Τραγική ειρωνεία.

Νιώθω οίκτο για την κοπέλα που ήταν τότε εκεί. Πώς είναι δυνατόν να ήμουν εγώ; Τι σχέση μπορεί να έχω εγώ μαζί της; Μου είναι άγνωστη. Όπως άγνωστος θα είναι ο τωρινός, προσωρινός μου εαυτός σε όσους επακολουθήσουν.

Αγαπώ τους ανθρώπους με εμμονές.

Γιατί είμαι σαν κι αυτούς.

Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Αδιέξοδο.

Είναι κι αυτά τα βράδια που η μοναξιά γίνεται τόσο συμπαγής που αποκτά υπόσταση. Σου παραλύει το χέρι και δεν μπορείς να γράψεις, τα πόδια και σκέφτεσαι πώς θα καταφέρεις να συρθείς ως το κρεβάτι. Και σου δημιουργεί κι εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι, σαν πένθος. Το παρελθόν και το μέλλον δεν υπάρχουν. Το παρελθόν ήταν μια ψευδαίσθηση, το μέλλον δεν θα έρθει ποτέ. Όλη σου η ύπαρξη συμπυκνώνεται στο παρόν, στο θλιβερό παρόν. Ψάχνεις από κάπου να πιαστείς. Ό,τι σου έχει απομείνει είναι λίγοι στίχοι, λίγα ποιήματα και μία έμμονη ιδέα. Εκείνος.

Είναι κι αυτή η διαύγεια της Άνοιξης και του Μάη που σε κάνει να θέλεις να βάλεις λίγη ποίηση στη ζωή σου και στη ζωή του. Αλλά φοβάσαι. Ίσως γιατί για πολλούς δεν είναι ευδιάκριτα τα όρια μεταξύ της ποίησης και της τρέλας.

Αχ, πόσο όμορφοι θα μπορούσαμε να είμαστε οι άνθρωποι.

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Εαρινό.


Μπαίνω στο σπίτι. Δεν ανάβω φώτα. Μου αρκεί το φως που μπαίνει από το παράθυρο. Λες και φοβάμαι μήπως χαθεί η μαγεία. Το μυαλό μου είναι τόσο άδειο και τόσο πλημμυρισμένο την ίδια στιγμή. Έχω μείνει άναυδη από την ένταση του συναισθήματος. Δεν βρίσκω λέξεις ούτε για να σκεφτώ. Μια εικόνα και ένα βουητό μόνο. Ανοίγω το παράθυρο, έξω μυρίζει Άνοιξη. Ψάχνω γι’ αστέρια, δε βλέπω κανένα. Κοιτάω τους λίγους ανθρώπους που περνούν. Κρυώνω αλλά δεν με νοιάζει. Θέλω να μιλήσω σε κάποιον, να παλέψω να το εξηγήσω όλο αυτό. Όλοι είναι απασχολημένοι. Είμαι μόνη. Συνήθως το απολαμβάνω, σήμερα με πονάει. Θέλω να προφυλάξω τον εαυτό μου, να υψώσω ένα τείχος, να κρατήσω μία υποτυπώδη άμυνα. Δεν μπορώ. Είμαι παραδομένη άνευ όρων. Είμαι πιο αδύναμη από ποτέ. Ψάχνω να κρατηθώ από κάπου. Ψάχνω κάτι που θα λύσει τον κόμπο στο στομάχι μου έστω προσωρινά. Βάζω μουσική. Κάπως καλύτερα. Κοιτάω την ώρα. Μένω έκπληκτη. Έχουν περάσει δύο ώρες που γύρισα σπίτι και είναι λες και πέρασαν δέκα λεπτά. Πρέπει να κοιμηθώ σύντομα για να ξυπνήσω αύριο νωρίς. «Αυτό ήταν.», σκέφτομαι και με πλημμυρίζουν δάκρυα ευγνωμοσύνης. «Έφτασε η στιγμή να διαβάσω την «Εαρινή Συμφωνία».»
 
Κι αυτό που θα ήθελα περισσότερο: 
Αφού τη διαβάσω, 
να σου γράψω κάτι στην πρώτη σελίδα 
και να αφήσω το βιβλίο έξω από την πόρτα σου. 

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Ένα παράξενο παιδί.


Είναι παράξενο παιδί. Τα πρωινά πηγαίνει νωρίτερα στο σχολείο, πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι, το οποίο διαβάζει καθισμένος στα σκαλιά μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι. Στο διάλειμμα δεν παίζει ποδόσφαιρο μαζί με τα υπόλοιπα αγόρια. Προτιμάει να ξαπλώνει στο γρασίδι και να παρατηρεί τα πουλιά και τα σύννεφα. Ειδικά την άνοιξη μοιάζει πιο ονειροπόλος από ποτέ. Του είναι αδύνατον να παρακολουθήσει αυτά που λέει ο δάσκαλος. Αντίθετα, κάθεται και χαζεύει με τις ώρες την αμυγδαλιά έξω από το παράθυρο της τάξης και δραπετεύει σε θάλασσες, κήπους κι αγκαλιές… Για τα μαθήματα δεν ενδιαφέρεται, δεν έχουν θέση στον κόσμο που ζει. Δηλαδή κάνει το αντίθετο από αυτό που θέλει ο δάσκαλος. Και μερικές φορές τα σημάδια του χάρακα διπλασιάζονται ή τριπλασιάζονται την άλλη μέρα. Εκείνος όμως δεν νοιάζεται. Το μεσημέρι, όταν οι υπόλοιποι συμμαθητές του φεύγουν για τα σπίτια τους σε παρέες, εκείνος επιστρέφει μόνος του σιγοψιθυρίζοντας στιχάκια. Κανείς δεν του δίνει σημασία. Κανείς δεν ξέρει άλλωστε ότι σε λίγα χρόνια θα γίνει ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές.

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

"Γράμμα σ' έναν Ποιητή."


«Κι ο Ουγκώ μάς πληροφορεί πως μονάχα η φωνή των ειλικρινών και των μεγάλων, είναι καθάρια και πειστική.»

Μαγικό πλάσμα. Λευκός, καθαρός, γνήσιος άγγελος. Άγγελος άσχημων ειδήσεων. Λερώθηκες από την πληγή του κόσμου, όπως το βαμβάκι από το αίμα.

Βιώνω τη δύση σαν ανατολή. Νιώθω τη μαγεία σου, τη συντροφιά σου και κάτι άλλο που φοβάμαι να ορίσω.

Ψάχνω να βρω τι περιέχεις. Σκαλίζω ό,τι αγαπάς για να το αγαπήσω κι εγώ: το σινεμά, τους ελάσσονες, το κόκκινο, το Ντεπώ και τον Ρεμπώ, τη Σταδίου, την Ομόνοια και την Πατησίων.

Και διαβάζω τα λόγια σου χωρίς μουσική, σαν ποίηση. Περιορισμένα τα αποθέματα δοκιμάζουν τις αντοχές μου. Αχ, μόνο να υπήρχε μετά…

Κλείνω συνωμοτικά το μάτι στον παράξενο σου ερωτισμό.
Απάντησέ μου μόνο: Χάραξε ποτέ;

Η φιγούρα ξεθολώνει κι έχω όσο χρόνο θέλεις.

Ρίχνω τα μαλλιά μου. Πιάσου κι έλα.

Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

Νοηματοδοτώντας.


Ανοιγοκλείνω τα μάτια προσπαθώντας να αποτυπώσω τη στιγμή, να τη χαράξω στη μνήμη μου, όπως θα συνέβαινε με ένα «κλικ» της φωτογραφικής μηχανής. 
Τόσες εβδομάδες κι όμως πρώτη φορά είχε ήλιο. Γι’ αυτό ίσως ήταν τόσο ξεχωριστή, τόσο διαφορετική. 
Αλήθεια, δεν ξέρω αν σου ταιριάζει περισσότερο η βροχή ή το φως. 
Τα ενσαρκώνεις όλα τόσο ιδανικά: 
το Φθινόπωρο και την Άνοιξη, το σήμερα και το χθες, το χώμα και τα σύννεφα. 
Μυρίζεις καπνό, φωτιά μυρίζεις. 
Φωτιά κι αέρα. 
Δεν έχει σημασία το «αλλά». 
Δεν μετριούνται τα όνειρα βάσει των πιθανοτήτων πραγματοποίησής τους. 
Το άπιαστο είναι που κάνει την ουτοπία, ουτοπία. 
Το «αλλά» και η απόσταση μόνο να το επιτείνουν μπορούν και να το ομορφύνουν. 
Και όχι, δεν μου φαίνεται περίεργο ή παράλογο. 
Σ’ εκείνους μπορεί. Σε μένα όχι.

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Ανεπίδοτο.

Πέντε-έξι φωτογραφίες όλες κι όλες. Ασπρόμαυρες. Πρέπει να είχες γαλάζια μάτια.

«Εύθραυστος».  Τόσες αναλύσεις κι όμως, αυτή τη λέξη θυμάμαι μόνο από εκείνο το άρθρο μία εβδομάδα μετά.

Θραύσματα σου σκορπισμένα δεξιά κι αριστερά. Λάθος. Μόνο αριστερά.

Ένα παζλ καταδικασμένο να μείνει ανολοκλήρωτο. Κάποια ελάχιστα κομμάτια του είναι κρυμμένα στους λίγους εκείνους στίχους που γράφτηκαν για σένα.

Κάποια άλλα πέφτουν από τις τσέπες φίλων και γνωστών. Άλλα περήφανα κι άλλα αφελώς. Υπάρχουν κι αυτά που μοιάζουν με δραπέτες που η λαχτάρα τούς κάνει να μην υπολογίσουν σωστά τα πράγματα. Ώσπου να αντικρίσουν τον ήλιο, οδηγούνται πάλι στο κελί τους.

Όσο μεγαλύτερη σύγχυση μου προκαλείς, τόσο πιο ξεκάθαρα βλέπω. Με βοηθάς να αντιμετωπίσω τις ιστορικές μου ενοχές. «Όλα ήταν ανάγκη.», μου φωνάζεις. «Ανάγκη και κακή τύχη.», συμπληρώνω εγώ.

Ταυτόχρονα, με γεμίζεις με νέες ενοχές, άλλου είδους. «Τι θέλεις και τα σκαλίζεις;» με ρωτάς. «Είναι ανάγκη, συγγνώμη.», απαντώ εγώ.

Τα μάτια σου θα με στοιχειώνουν κι ας τα γνώρισα μόνο μέσα από τις λίγες αυτές φωτογραφίες. Καλύτερα. Έτσι θα μείνουν για πάντα όπως ακριβώς τα πρωτοαντίκρισα. Προστατευμένα από τη φθορά.

Αυτό που με πονάει περισσότερο είναι αυτό που δεν θα ‘πρεπε να ξέρω. Μου προκαλεί ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά κάθε φορά που έρχεται στο νου μου. Όπως ρίγος μου προκαλεί ολόκληρη η ύπαρξή σου.

Μη με μαλώνεις, δεν είναι οίκτος. Είναι που αποδεικνύεται γι’ άλλη μία φορά πως δεν υπάρχει ίχνος δικαιοσύνης στον κόσμο αυτό. Κι αυτό ανάγκη ήταν; Πες μου. Η ζωή σου με πληγώνει περισσότερο από τον θάνατό σου, καλέ μου.

*Μπορεί να άργησε λίγο καιρό αλλά αυτός είναι ο δικός μου -ταπεινός- φόρος τιμής.  Σ’ ευχαριστώ.

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Πρωινό Παρασκευής.

«Είναι το σώμα σου γεμάτο ναρκοπέδια, σκιά που κρύβεται στη νύχτα του καθρέφτη, μέσα μου βλέπω πυρκαγιές και μαύρα σχέδια, όμως σε θέλω μ' ένα πάθος χαρτοπαίχτη...»

Ξυπνάω και σηκώνομαι από το κρεβάτι. Ζαλίζομαι. «Από το ξενύχτι και την αϋπνία θα ‘ναι. Δεν ήταν και ύπνος αυτός.» Ιδρώτας, κρύο, ξανά ιδρώτας, σκέψεις ανακατεμένες με τον ύπνο, εφιάλτες με τρένα που φεύγουν και τρέχω να προλάβω και με μυστικά που πρέπει να παραμείνουν κρυμμένα. Πηγαίνω στο μπάνιο. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Τα μάτια μου είναι γεμάτα μουτζούρες. Ξέχασα να ξεβαφτώ χθες. Παρατηρώ το σημείο δίπλα στο πηγούνι μου. Δεν υπάρχει καμία ορατή διαφορά. Αόρατη πάλι… Ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου μήπως συνέλθω. 

«Η ώρα είναι για πρωινό ή για μεσημεριανό; Ας μην πιω καφέ, το στομάχι μου είναι ήδη χάλια.» Ανοίγω το ψυγείο. Είναι άδειο. Το ξανακλείνω. Κάθομαι στον καναπέ και κοιτάζω γύρω μου. Το σπίτι άνω-κάτω, όπως το μυαλό μου. Ρούχα στο πάτωμα και στον καναπέ, άπλυτα πιάτα, στεγνές λάσπες από τα ξημερώματα. Παντού τριγύρω εκκρεμότητες. Μια μισοτελειωμένη εργασία, ένα βιβλίο παρατημένο στη μέση, το ημερολόγιο στο οποίο δεν έγραψα εδώ και μέρες. «Ώστε αυτό είναι η φοιτητική ζωή;» 

Σε δυο ώρες έχω μάθημα. «Θα πάω για να μη σκέφτομαι.» Η σκέψη συνεπάγεται τον πόνο. Η σκέψη μ’ έφερε σ’ αυτό το σημείο. Θέλω να νεκρώσω το μυαλό μου μέχρι να περάσει όλο αυτό. Γιατί αυτή η αντιστροφή συναισθημάτων; Ξαφνικά είδα την αλήθεια; Είναι άδικο. Ας την έβλεπα τουλάχιστον από την αρχή. Τώρα είναι αργά. «Λόγια, φιλιά, γυαλιά σπασμένα, στα χέρια μου τα τρελαμένα, κι αν είναι αργά να σε κερδίσω, είναι νωρίς να κάνω πίσω…» Αυτός φταίει. Όχι, εγώ φταίω. Πάντα εγώ φταίω. Είμαι ράκος. Δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Δεν θα πάω στο μάθημα. Θα μείνω σπίτι ν’ αυτοκαταστραφώ λίγο ακόμη. 

Σήμερα έχει ωραία μέρα έξω, όμως εγώ δεν μπορώ να τη δω. Σήμερα ζηλεύω τους λογικούς ανθρώπους, τους ανθρώπους που τις άλλες μέρες λυπάμαι. Σήμερα θα ήθελα να γίνω ένας απ' αυτούς. Κι έτσι να παραμείνω από δω και πέρα. Να φύγει από πάνω μου αυτή η κατάρα. 

Παλεύω να πείσω τον εαυτό μου πως κι αυτά τα συναισθήματα μέσα στο παιχνίδι είναι, πως κερδίζω κάτι απ' όλον αυτόν τον πόνο. «Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει, να το θυμάσαι μικρή μου καρδιά…» Παλεύω να πείσω τον εαυτό μου ότι σημασία έχει να μαζεύεις στιγμές κατά τις οποίες αισθάνθηκες ζωντανός, ανεξάρτητα με το αν είναι καλές ή κακές. Ότι οφείλεις να τις φυλάς όλες προσεκτικά γιατί είναι αυτές που διαμόρφωσαν την ψυχοσύνθεσή σου. Αν μπορούσες να αφαιρέσεις τις άσχημες στιγμές, θα αφαιρούσες και κομμάτια του εαυτού σου. 

Παλεύω να πείσω τον εαυτό μου. Γιατί δεν τα καταφέρνω;

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

"Ό,τι μας δένει στα παλιά..."

Ξαφνικά το νιώθω καθαρά. Το βλέπω για πρώτη φορά και είμαι απόλυτα ευγνώμων. Να φταίνε οι τόσο ίδιες αλλά τόσο διαφορετικές μεταξύ τους Πέμπτες; 

Ναι, πλέον ξέρω τι είναι φιλία. 

Είναι να ξέρεις ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που σε γνωρίζει καλύτερα από ό,τι εσύ τον εαυτό σου, 
που καταλαβαίνει τι θέλεις να του πεις μόνο με ένα βλέμμα, 
που μαζί του είσαι ο εαυτός σου και δεν χρειάζεται να προσποιείσαι ή να κρύβεσαι, 
που δεν χρειάζεται να εξηγείς και να δικαιολογείσαι γιατί ξέρει ακριβώς τι σκέφτεσαι και, σε αντίθεση με τους περισσότερους, δεν σε παρεξηγεί,
που ξέρεις ότι όποτε τον έχεις ανάγκη θα είναι εκεί, 
που του λες όποια τρέλα και ασυναρτησία σου έρθει στο μυαλό και βγάζει νόημα, 
που υπάρχουν πράγματα που δεν θες και δεν μπορείς να μοιραστείς με κανέναν άλλον, 
που κόντρα σε κάθε λογική στηρίζει πάντα τις επιλογές σου και σε ενθαρρύνει ακόμη κι αν ξέρετε και οι δύο πως τελικά θα φας τα μούτρα σου, 
που του λες τις φράσεις "θέμα λίμνη" και "ποιοτικό άλμα" και ξέρει ότι είναι το ίδιο πράγμα.

Καλό μου, σ' αγαπώ πολύ και σ' ευχαριστώ για όλα.

Πώς πέρασε ακριβώς ένας χρόνος από τότε...

Υ.Γ. Συγχώρεσέ μου το τόσο μελό, ξέρω ότι κοντεύεις να πάθεις ζάχαρο, αλλά σκέψου ότι μετά τα γενέθλιά σου αυτά θα τα ξαναπούμε τον δεκαπενταύγουστο (εκτός αν μεθύσουμε κανένα βράδυ αλλά αυτή η περίπτωση δεν πιάνεται, έτσι;). Και στο κάτω-κάτω δεν είναι κακό να λέμε και τα αυτονόητα καμία φορά!  Ήθελα να το κρατήσω και να το δημοσιεύσω στα γενέθλιά σου αλλά -όπως καταλαβαίνεις και όπως ήταν αναμενόμενο- δεν άντεξα.

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Τελευταίο αντίο.

Εχθές πέθανε ο παππούς μου. Είναι ο πρώτος τόσο κοντινός μου άνθρωπος που χάνω και είναι πολύ αλλόκοτο το συναίσθημα. Όχι ακριβώς λύπη. Κάτι σαν απορία για το αν συνέβη πραγματικά.

Δύο πράγματα θα θυμάμαι έντονα από αυτόν. Πρώτον, όταν ήμουν μικρή και παίζαμε χαρτιά, όταν κέρδιζα στον "μουντζούρη", με άφηνε να τον ζωγραφίζω στο πρόσωπο με στυλό και κάτι μικρά καρβουνάκια που είχε η γιαγιά μου. Δεύτερον, όταν ερχόταν επίσκεψη στο σπίτι μας και άνοιγα την πόρτα έλεγε πάντα: "Βρε καλώς την!" Πολλές φορές του εξήγησα γελώντας ότι αυτό το λέμε όταν εμείς υποδεχόμαστε κάποιον επισκέπτη, αλλά συνέχιζε να το λέει...

Εχθές μετά την κηδεία βλέπαμε φωτογραφίες με τη γιαγιά μου, τη μαμά μου και τον θείο μου και γελούσαμε. Περίεργο πράγμα ο θάνατος.

Καλό ταξίδι παππού.



ΥΓ1. Πόσο ζηλεύω τους ανθρώπους που πιστεύουν χωρίς επιφυλάξεις στο Θεό και ότι οι ψυχές συναντώνται μετά το θάνατο...
ΥΓ2. Τι όμορφη αντίθεση που κάνουν τα λουλούδια με τις κηδείες.

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Αέναη αναζήτηση.

Ο ξένος αναζητά τον εαυτό του 
σε πολύτιμες στιγμές που συλλέγει μία προς μία,
σε όνειρα που βλέπει να γλιστράνε από τα χέρια του,
σε μικρές νίκες απέναντι στη λογική των "φίλων",
σε αλλοτριωτικές σχέσεις και ηλίθιες συζητήσεις,
σε πανομοιότυπες αγκαλιές,
σε απρόσμενες συναντήσεις και τρελές καταδιώξεις στις τέσσερις το ξημέρωμα,
σε καύτρες τσιγάρων και σε κλεμμένα άδεια πακέτα,
σε μάτια που ήταν και θα παραμείνουν άγνωστα και για πάντα χαμένα,
σε κληροδοτημένες από την ιστορία, αντίθετες στο ένστικτό του, ενοχές,
σε νεκρούς, ζωντανότερους από πολλούς ζωντανούς.

Ο ξένος αναζητά τον εαυτό του.
Θα τον βρει;