Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Αθήνα.

Την Αθήνα μέσα από τα τραγούδια του Άλκη Αλκαίου τη γνώρισα. Πολύ πριν την περπατήσω. Θυμάμαι το βράδυ πριν κατέβω για πρώτη φορά να ακούω ξανά και ξανά το δίσκο «Η αγάπη είναι ζάλη» και να φαντάζομαι την Πειραιώς του «Είπαμε να μη χαθούμε». Ακόμη έχω στη μνήμη μου τη φανταστική εκείνη Πειραιώς που καμία σχέση δεν είχε τελικά με την πραγματικότητα. Και όταν έφτασα στην Αθήνα, χάιδευα –θυμάμαι– με το βλέμμα μου τα οικεία τοπωνύμια: Πατησίων, Ομόνοια, Βικτώρια, Μετς, Παγκράτι, Πλατεία Ασωμάτων. Τότε η Αθήνα έμοιαζε να βρίσκεται στην άλλη άκρη της γης, πολύ μακριά από την πραγματικότητά μου.

Με το πέρασμα των χρόνων άρχισα να κατεβαίνω όλο και πιο συχνά –ή καλύτερα– όλο και πιο εύκολα. Περπάτησα –ελάχιστα, ομολογώ– την πόλη, πρώτα με φίλους κι αργότερα μόνη. Αργότερα φιλοξένησε στους δρόμους της και μια ερωτική μου παραζάλη. Άρχισα δηλαδή να δημιουργώ τις δικές μου αναμνήσεις, να ζω στους δρόμους της στιγμές συμπυκνωμένης ζωής. Και η Αθήνα έμοιαζε να πλησιάζει σιγά-σιγά στην πραγματικότητά μου.

Παρ’ όλα αυτά ξέρω ότι η Αθήνα ποτέ δεν θα γίνει δικός μου τόπος. Γιατί δεν θα πάψω ποτέ να την αντικρύζω με φίλτρο τα τραγούδια εκείνα· και πάντα ένα μέρος της θα ανήκει στο χώρο του φαντασιακού. «Η εποχή της φωτιάς» –που τόσο νοσταλγώ κι ας μην έζησα– θα αναβιώνει πάντα καθώς θα περπατάω τη Στουρνάρη. Η Σταδίου κι η Πειραιώς ποτέ δεν θα ‘ναι δύο απλοί δρόμοι, αλλά τόπος συνάντησης δύο παλιών συναγωνιστών που δεν τους ενώνει πλέον τίποτα. Όταν θα ανεβαίνω την Πατησίων, πάντα θα ψάχνω εκείνη την κάθετή της, την Παραμυθιού, και στη Βερανζέρου πάντα θα αναζητώ τα ίχνη που άφησαν πίσω τους κάτι ναυαγισμένα όνειρα. Όταν θα τριγυρίζω στην Ομόνοια θα σιγοτραγουδάω τη «Σκακιέρα», ενώ η Βικτώρια –όχι πλατεία Βικτωρίας, Βικτώρια – πάντα θα είναι ένας τόπος νυχτερινής περιπλάνησης κι αναζήτησης - ένα σκοτεινό μπαρ μία κρύα και υγρή ανοιξιάτικη νύχτα. Γι’ αυτό, Βικτώρια και πογκρόμ είναι για μένα δύο λέξεις αλληλοαναιρούμενες. Γιατί η δική μου Βικτώρια –και πολλών άλλων ευτυχώς– μόνο με την αλληλεγγύη μπορεί να συνυπάρξει.

Γιατί –στο κάτω-κάτω– κάπου στην Αθήνα υπάρχει ένας τοίχος που γράφει "είμαστε όλοι μετανάστες"».

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Νυχτερινό.


Για τον Κ. Σ.

Δεν με ενδιαφέρει ποιος είσαι. Θα σε επινοήσω από την αρχή, αφού πρώτα σε αποδομήσω και κρατήσω μονάχα το φως του δέρματός σου και το ασυμβίβαστο της φλέβας σου. Κι έπειτα θα κλείσω τα μάτια, να μη σε βλέπω γυμνό μπροστά σε μάτια βιαστές.

Ενσαρκώνεις τη διττή επιβεβαίωση της αναλλοίωτης ουσίας του ανθρώπου. Παγιδευμένος στη μικρότητα του μικρόκοσμού σου, αναζητάς φυγές, βρίσκοντας στη δυστυχία των άλλων παρηγοριά για ό,τι ζεις. Προσπαθώντας να τρέξεις μακριά από τον εαυτό σου, ολοένα μεγαλώνεις τη χωμάτινη λακούβα που σου κληροδοτήθηκε και βουλιάζεις ανεπιστρεπτί.

Εκπορνεύεσαι εκούσια, παλεύοντας να πείσεις για τις καλές σου προθέσεις. Στο ίδιο παιχνιδάκι μπλέκομαι κι εγώ, μα χωρίς πληρωμή και κυρίως χωρίς αυταπάτες.

Πιστεύω να κατάλαβες τι προσπαθώ να κάνω. Για να ξορκίσω τις ενοχές μου, σου επιτίθεμαι. Για να ξεσκίσω εκείνες, ξεσκίζω πρώτα εσένα. Και στο αίμα σου βαφτίζομαι και πάλι «εγώ».

Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Επιστροφή ξανά.

Για την Πάργα μου.

Δεν θα γνωρίσω πολλούς τόπους στη ζωή μου.

Όχι πως δεν θέλω. Γνωρίζω, απλώς, ότι δεν θα τα καταφέρω. Άλλα έλεγα, το ξέρω. Ότι όλα μου σχεδόν τα καλοκαίρια τα πέρασα στο ίδιο μέρος και ότι στο εξής που θα μπορώ να επιλέξω, θα ταξιδεύω κάθε χρόνο κι αλλού. Έλα όμως που ριζώνω εύκολα. Δένομαι. Όχι με τον τόπο αυτόν καθ’ εαυτόν (μπορεί άραγε να δεθεί κανείς με ένα κομμάτι γης;), αλλά με τους ανθρώπους του. Και άπαξ και δεθώ με τους ανθρώπους ενός τόπου, τον κάνω και δικό μου τόπο. Οι δεσμοί που δημιουργώ λειτουργούν σαν μαγνητικές δυνάμεις που με τραβάνε προς τα εκεί. Είμαι εδώ αλλά πάντα προς τα εκεί είναι στραμμένο το βλέμμα μου. Και όταν επιτέλους επιστρέφω, η αντάμωση μαζί τους με αναγεννά, ενώ κάθε φορά που φεύγω, τους αποχαιρετώ σαν να πρόκειται να μην τους ξαναδώ ποτέ, σα να είναι οριστικός ο αποχαιρετισμός. Και στο δρόμο του γυρισμού, πάντα σχεδιάζω πότε θα επιστρέψω, έτσι για να απαλύνω λίγο την πίκρα του αποχωρισμού. Και ήδη από την επόμενη μέρα ανυπομονώ. Όχι να πατήσω τα ίδια χώματα αλλά ν’ ανταμώσω ξανά τους ανθρώπους μου και να φτιάξω μαζί τους νέες αναμνήσεις και νέους δεσμούς.

Γιατί, για μένα, ένας τόπος είναι οι άνθρωποί του. 

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Απενοχοποίηση.

Και ξέρεις τι είναι αυτό που με θυμώνει; Που φοβάμαι να σου πω τι θέλω από σένα γιατί νιώθω πως δεν έχω το δικαίωμα. Τέλος πάντων, θα το επιχειρήσω τώρα εδώ. Ούτως ή άλλως πάντα μου ταίριαζε καλύτερα ο γραπτός από τον προφορικό λόγο.

Θέλω να σε δω να τριγυρίζεις στο σπίτι μου γυμνός, να νιώσω ξανά σα να σε ξέρω χρόνια ενώ έχουμε περάσει μαζί μόνο λίγες ώρες, να κάνουμε έρωτα στον καναπέ, να νιώσω την οικειότητα της μυρωδιάς σου, να σκεπαστείς με το πάπλωμά μου, να φιλήσω τις ρυτίδες που σχηματίζονται στην άκρη των ματιών σου όταν χαμογελάς, να κοιμηθώ γυμνή δίπλα σου γι’ άλλη μια φορά, να ξυπνήσω μέσα στο βράδυ και να αναρωτηθώ ποιος είναι αυτός δίπλα μου όπως τότε, να εκπλαγώ ξανά με τα μάτια και τις βλεφαρίδες σου, να ξαναφορέσω εκείνο το φόρεμα που σου άρεσε με την ανοιχτή πλάτη και να βάλεις το χέρι σου κάτω από τη ζακέτα, να εκπλαγώ και πάλι με τον εαυτό μου και τα όριά μου.

Εσένα θέλω.

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Το όνομά μου.

(Στο μπλογκ αυτό προσπαθώ να δημοσιεύω κείμενα δικά μου.
Σήμερα όμως, έπεσα τυχαία πάνω στη διήγηση αυτή και κατάφερα να κλάψω μετά από καιρό.
Δεν θα πω ότι θα μπορούσα να το έχω γράψει εγώ.
Δεν θα μπορούσα.
Θα πω μόνο ότι αυτό το κείμενο είναι Εκείνος κι εγώ.)

Του Οδυσσέα Ιωάννου.

Και τώρα πρέπει να βρω δυο λόγια να σου πω.
Τις βρήκα έτοιμες τις λέξεις. Δεν έφτιαξα καμμία μόνη μου. Αυτό είναι άδικο για σένα. Θέλω να βρω κάτι που να είναι μόνο για σένα. Να μην χωράνε μέσα τόσοι και τόσοι. Δεν ήσουνα σαν τόσους και τόσους.
Δεν θέλω να σε ντύσω με φορεμένα ρούχα. Φθαρμένους αγκώνες και γόνατα, θα΄ναι σαν να σε ντύνω με λυγίσματα, σαν να προδίδω πως εγώ τουλάχιστον σε είχα δει να κλαις. Γιατί να τους το πω; Θα καίγονται να μάθουν πως ήσουν ίδιος με κείνους, πως δεν ήσουν δα και κάτι διαφορετικό. Δεν θα τους αφήσω να σε θυμούνται στα μέτρα τους. Αν δεν πονάνε κάθε φορά, αν δεν τους σκοτώνει που δεν σε έζησαν, που δεν ήταν εκείνοι αυτό που ήμουν εγώ για σένα, που δεν θα γίνουν ποτέ αυτό που ήσουν εσύ για μένα, ας μην σε θυμούνται καθόλου.

Στον δρόμο, φεύγοντας, σταύρωσα με δύο παιδιά. Το ένα σου έμοιαζε, σε εκείνη την φωτογραφία με τους γονείς σου σε μία θάλασσα που δεν θυμόσουν.

Και με ρώτησαν: «τι τον είχες;»
Ρώτησαν εμένα τι σε είχα!

Τους είπα πως ήσουν το όνομά μου.
Από δω και πέρα πια, μπορούν να με φωνάζουν όπως θέλουν.

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Για τη «Ρόζα».

Έξι χρόνια πριν -ήμουν στην α’ λυκείου θυμάμαι- είχαμε πάει για φαγητό σε μια ψαροταβέρνα στον Μακρύγιαλο Πιερίας. Κάποια στιγμή στο μαγαζί άρχισε να παίζει η «Ρόζα». Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγα το τραγούδι αλλά εκείνη τη μέρα πρόσεξα τους στίχους. Όταν τελείωσε είπα στον μπαμπά μου: «Καταλαβαίνω ότι λέει κάτι πολύ σημαντικό, όμως δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτό.» Ούτε εκείνος ήξερε να μου πει.

Τρεισήμισι χρόνια πριν, τον Ιούνιο του 2011, έδιναν συναυλία στη Θεσσαλονίκη ο Μητροπάνος, ο Κότσιρας κι ο Μπάσης. Μόλις είχα τελειώσει με τις πανελλήνιες και δεν είχα μετακομίσει ακόμη. Μάθαμε για τη συναυλία με μια φίλη μου και ενώ θέλαμε πολύ να πάμε, αμφιταλαντευόμασταν γιατί ξέραμε ότι θα ταλαιπωρηθούμε με τις μετακινήσεις και τη διαμονή. Τελικά αποφασίσαμε να πάμε. Από το άγχος μας μη χαθούμε στην πόλη, ξεκινήσαμε αρκετές ώρες νωρίτερα, φτάσαμε από τους πρώτους στο Θέατρο Γης και καταφέραμε να πιάσουμε θέση στην πρώτη σειρά. Το ζεϊμπέκικο του Μητροπάνου στη «Ρόζα» είναι από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της ζωής μου. Το Θέατρο Γης σειόταν ολόκληρο. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που άκουσα τον Μητροπάνο από κοντά. Εκείνη η συναυλία ήταν η τελευταία του στη Θεσσαλονίκη.

Σήμερα, παλεύοντας -με ελαφρώς περισσότερα εφόδια- να «ξεκλειδώσω» τους στίχους του ίδιου τραγουδιού, αυτή τη φορά στα πλαίσια της διπλωματικής μου, νιώθω δέος για τη ζωή και το τι μπορεί να μου επιφυλάσσει στην επόμενη γωνία.