Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Τα τετελεσμένα.

Μικρή θύμωνα προσπαθώντας να ανατρέψω τα τετελεσμένα.
Θεωρούσα πως γίνεται. Σα να πίστευα ότι ο χρόνος μπορεί να γυρίσει πίσω.

Όπως σ’ εκείνα τα γενέθλιά μου. Αρχές δημοτικού ήταν, όμως η εικόνα παραμένει ολοζώντανη. Η Θωμαή έσπασε εκείνη τη μεγάλη σταχτοθήκη. Τραπουλόχαρτα είχε στο κέντρο της, θυμάμαι. Άρχισα να κλαίω και οι γονείς μου για να σταματήσω υποσχέθηκαν ότι θα μου έπαιρναν άλλη. Εγώ όμως δεν ήθελα άλλη, ήθελα να βρουν τρόπο να κολλήσουν αυτήν την ίδια. Δεν δεχόμουν το οριστικό της απώλειας, μου φαινόταν απάνθρωπο αυτό το «ποτέ ξανά».

Το ίδιο συνέβη και μ’ εκείνα τα τουβλάκια που χάρισαν χωρίς να με ρωτήσουν. Όταν τα έψαξα, απλώς έλειπαν. Δεν θυμάμαι να βίωσα πιο γνήσια οδύνη. Εκείνα ήθελα πίσω, όχι άλλα καινούργια.

Τα χρόνια πέρασαν και νόμιζα ότι μεγάλωσα. Ότι πλέον αποδέχτηκα τους κανόνες του παιχνιδιού έστω και μοιρολατρικά.

Μέχρι πριν λίγες μέρες.

Είχα ένα κοχύλι με μία μικρή τρύπα στην άκρη στην οποία ήθελα να περάσω σκοινάκι για να το κάνω μενταγιόν. Όταν πήγα να το περάσω, προσφέρθηκε να το κάνει η μαμά μου. Πήρε το σκοινάκι και χωρίς λόγο το κοχύλι έσπασε. Τελικά έφερε και πέρασε ένα άλλο. Δεν ήταν όμως το ίδιο. Εγώ ήθελα το πρώτο, το δικό μου.

Τότε ένιωσα εκείνον τον ξεχασμένο παιδικό σπαραγμό. Ξεκίνησε από το κοχύλι και εξαπλώθηκε σε οτιδήποτε αμετάκλητο. Βούλιαξα στην άβυσσο της αδικίας και της ματαιότητας. Και τώρα που μεγάλωσα, μου φάνηκε ακόμη πιο απάνθρωπο. Ένιωσα την απόγνωση εκείνη που σε παραλύει γιατί ξέρεις ότι όσο κι αν θυμώσεις, φωνάξεις ή κλάψεις, δεν αλλάζει τίποτα. Σαν το θάνατο.

Το ίδιο αισθάνθηκα και χθες. Ώστε λοιπόν δε μεγάλωσα;

Ακόμη θυμώνω και πονάω προσπαθώντας να ανατρέψω τα τετελεσμένα.
Λες και το πείσμα ήταν ποτέ σε θέση να κολλήσει τα θραύσματα.
Λες και ο έρωτας ήταν ποτέ σε θέση να αναστήσει το νεκρό σώμα.