Ήσουν εσύ.
Ναι, σε αναγνώρισα από μακριά.
Αποφάσισα να σε ακολουθήσω.
Έτσι κι αλλιώς δεν είχα κάποιο προορισμό, ούτε βιαζόμουν να γυρίσω σπίτι.
Φορούσες ένα μακρύ μαύρο παλτό και κρατούσες μία κόκκινη ομπρέλα. Φαινόσουν βιαστικός.
Προσπαθούσα να μη σε χάσω από τα μάτια μου, κρατώντας όμως απόσταση για να μη με αντιληφθείς.
Δεν ξέρω γιατί νόμιζα ότι θα καταλάβαινες ότι σε ακολουθώ αν με έβλεπες.
Διέσχισες σχεδόν όλη την πόλη με τα πόδια και εγώ εκεί, πίσω σου, μέσα στη βροχή, χωρίς ομπρέλα.
Δεν με ένοιαζε όμως.
Οι στάλες που έπεφταν στο πρόσωπό μου ήταν λυτρωτικές, εξαγνιστικές.
Εξάλλου, σε άγγιζα κι αυτό ήταν αρκετό. Ναι, η οπτική επαφή μου αρκούσε.
Πώς θα μπορούσα άλλωστε να ζητήσω κάτι περισσότερο;
Χωρίς να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου έβαλα να ακούσω το τραγούδι που σε θυμίζει.
Ήθελα να το συνδυάσω ακόμη περισσότερο μαζί σου, να το ακούω και να βλέπω τη φιγούρα σου μέσα στη βροχή.
Ίσως να είναι η μοναδική μου ανάμνηση από σένα.
Μάλλον κατευθυνόσουν προς το σταθμό.
Κι εγώ πάντα εκεί, να ανασαίνω την αύρα του κορμιού σου και να εύχομαι να διαρκέσει αιώνια αυτή η νυχτερινή περιπλάνηση και ταυτόχρονα αποπλάνηση.
Κάποια στιγμή, σε ένα κόκκινο φανάρι, γύρισες, με κοίταξες και... δεν ήσουν εσύ.
Εκείνος δεν είχε τίποτα δικό σου.
Μα πώς πίστεψα ότι ήσουν εσύ;
Ότι ήσουν εδώ, σε αυτή την ασφυκτική, γεμάτη από ανθρώπους αλλά άδεια πόλη;
Ναι, σε αναγνώρισα από μακριά.
Αποφάσισα να σε ακολουθήσω.
Έτσι κι αλλιώς δεν είχα κάποιο προορισμό, ούτε βιαζόμουν να γυρίσω σπίτι.
Φορούσες ένα μακρύ μαύρο παλτό και κρατούσες μία κόκκινη ομπρέλα. Φαινόσουν βιαστικός.
Προσπαθούσα να μη σε χάσω από τα μάτια μου, κρατώντας όμως απόσταση για να μη με αντιληφθείς.
Δεν ξέρω γιατί νόμιζα ότι θα καταλάβαινες ότι σε ακολουθώ αν με έβλεπες.
Διέσχισες σχεδόν όλη την πόλη με τα πόδια και εγώ εκεί, πίσω σου, μέσα στη βροχή, χωρίς ομπρέλα.
Δεν με ένοιαζε όμως.
Οι στάλες που έπεφταν στο πρόσωπό μου ήταν λυτρωτικές, εξαγνιστικές.
Εξάλλου, σε άγγιζα κι αυτό ήταν αρκετό. Ναι, η οπτική επαφή μου αρκούσε.
Πώς θα μπορούσα άλλωστε να ζητήσω κάτι περισσότερο;
Χωρίς να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου έβαλα να ακούσω το τραγούδι που σε θυμίζει.
Ήθελα να το συνδυάσω ακόμη περισσότερο μαζί σου, να το ακούω και να βλέπω τη φιγούρα σου μέσα στη βροχή.
Ίσως να είναι η μοναδική μου ανάμνηση από σένα.
Μάλλον κατευθυνόσουν προς το σταθμό.
Κι εγώ πάντα εκεί, να ανασαίνω την αύρα του κορμιού σου και να εύχομαι να διαρκέσει αιώνια αυτή η νυχτερινή περιπλάνηση και ταυτόχρονα αποπλάνηση.
Κάποια στιγμή, σε ένα κόκκινο φανάρι, γύρισες, με κοίταξες και... δεν ήσουν εσύ.
Εκείνος δεν είχε τίποτα δικό σου.
Μα πώς πίστεψα ότι ήσουν εσύ;
Ότι ήσουν εδώ, σε αυτή την ασφυκτική, γεμάτη από ανθρώπους αλλά άδεια πόλη;
υπεροχο..μολις συγκεντρωσες τις σκορπιες σκεψεις μου σε λιγες γραμμες..
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ'ευχαριστώ πολύ Ματίνα! Χαίρομαι που κατάφερα κάτι τέτοιο... Ελπίζω να είσαι καλά...
ΔιαγραφήΠολύ όμορφο :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια
Claire
http://notebookofclaire.blogspot.com/
Aww,γλυκούλι(:
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλως σε βρήκα!
καλό σκ.
Όμορφο :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπογοήτευση η πραγματικότητα...αλλά τουλάχιστον ήταν αληθινή η συγκίνηση! Όμορφο!Καλημέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφή